- ὑπεραττικός
- ὑπεραττῐκ-ός, ή, όν,A excessively Attic, carrying imitation of the Attic dialect to excess, Luc.Lex.25. Adv.
-κῶς Id.Demon.26
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-κῶς Id.Demon.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπεραττικός — ή, όν, Α [ἀττικός] αυτός που μιμείται με επιτηδευμένη υπερβολή την αττική διάλεκτο. επίρρ... ὑπερατικῶς Α με υπέρμετρη μίμηση τού αττικού λόγου … Dictionary of Greek
ὑπεραττικῶς — ὑπεραττικός excessively Attic adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)